- συνεκπέσσω
- και αττ. τ. συνεκπέττω Α1. χωνεύω κάτι εντελώς2. συντελώ στην πλήρη πέψη3. βοηθώ στην ωρίμανση4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.